- τουζλούκι
- το(λ. τουρκ.), είδος μάλλινης κάλτσας που καλύπτει το πάνω μέρος του παπουτσιού ίσαμε το γόνατο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουζλούκι — και τοζλούκι, το, Ν (παλ. διαλ. τ.) είδος μάλλινης περικνημίδας που σκεπάζει το επάνω μέρος τού παπουτσιού και φτάνει ώς το γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tozluk] … Dictionary of Greek
τοζλούκι — το, Ν βλ. τουζλούκι … Dictionary of Greek
tuzluc — TUZLÚC, tuzluci, s.m. (înv. şi arh.) Ghetră de aba, încheiată la spate cu copci sau cu şireturi, care se purta peste ciorapi şi apoi se băga în cizme; (azi reg.) ciorapi groşi (cu sau fără talpă) care se poartă la ţară. – tc. tozluk. Trimis de… … Dicționar Român